Όλα κυλούν ξέγνοιαστα στη ζωή της Άννυς, μέχρι την ημέρα που μαθαίνει από τους γονείς της πως θα μετακομίσουν σε άλλη πόλη και έρχονται τα πάνω κάτω...
Γη, μάνα, γύρισε και στη στροφή σου κάνε τη μέρα να γείρει κάνε τον ήλιο να γονατίσει και σκέπασε με τη θάλασσα όσα είδε το φως! Φέρε τη νύχτα να κρύψει τους αλαλαγμούς της ανάγκης· πόση αγωνία παγωμένη σέρνει πίσω η βασίλισσα των μορφαλλακτών! Κάθε τι κρύβει μέσα του και το αντίθετό του, όμως σαν άντρας που σέρνει τη σκευωρία που έπλεξε στου νου του τη ρουλέτα- ξεχνώ την απαγγελία να λύσω και από το λαιμό μου την ευχή να βγάλω, να σταθώ μέχρις ότου η αυγή χαράξει...