Απ’ τη μια η μουρλοπρογιαγιά μου η «κοντέσα» με το αγιάτρευτο ψώνιο της, απ’ την άλλη η κυρία βουλευτού —ανάθεμα τα ρουσφέτια, κι απ’ την παράλλη ο ακατονόμαστος παππούς μου— ντροπή κι αίσχος τού ανθρώπινου γένους, με κατάντησαν να μην ξέρω πού να κρυφτώ… Εξαιτίας τους λοιπόν, αρχίνησε εναντίον μου μια ξεκαρδιστική και αποκρουστική συνάμα διαπλοκή, ανάμεσα στο γέλιο και το γελοίο, αν και υπολειπόταν κάπου μισός αιώνας για να γεννηθώ...
Η Κατίνα ζει απομονωμένη σ’ ένα χωριό στη Βόρεια Ελλάδα με τη ρετσινιά της αδερφής του φονιά, και μοναδική της παρηγοριά είναι η ζωγραφική και οι τρούφες...
Αυλόγυροι, με τις μυρμηγκοφωλιές να ξετρυπώνουν παντού και χορταριασμένες πρασιές μες στη σιωπή τους, κρατούσαν για τον εαυτό τους τις ζωές των ανθρώπων που πέρασαν από κει...